Πάριος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(SL_2)
(31)
Line 4: Line 4:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Πᾰρῐος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Parian [[from]] the [[island]] of [[Paros]]. στάλαν [[θέμεν]] Παρίου λίθου λευκοτέραν (N. 4.81)
|sltr=<b>Πᾰρῐος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Parian [[from]] the [[island]] of [[Paros]]. στάλαν [[θέμεν]] Παρίου λίθου λευκοτέραν (N. 4.81)
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο [[Πάρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Πάρο ή προέρχεται από αυτήν<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύρια ον.</b>) <i>ο [[Πάριος]] και η <i>Πάρια</i><br />ο [[κάτοικος]] της Πάρου, ο Παριανός<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πάριο [[μάρμαρο]]» ή «πάριο [[χρονικό]]» — [[επιγραφή]] γραμμένη στην αττική διάλεκτο επί του Αθηναίου επωνύμου άρχοντα Διογνήτου η οποία αποτελεί πολύ σπουδαία [[πηγή]] για την ιστορική [[έρευνα]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Paros : Παρία λίθος THCR, λίθος Πάριος HDT marbre de Paros ; οἱ Πάριοι HDT les habitants de Paros.
Étymologie: Πάρος.

English (Slater)

Πᾰρῐος
   1 Parian from the island of Paros. στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν (N. 4.81)

Greek Monolingual

-α, -ο Πάρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Πάρο ή προέρχεται από αυτήν
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρια ον.) ο Πάριος και η Πάρια
ο κάτοικος της Πάρου, ο Παριανός
3. φρ. «πάριο μάρμαρο» ή «πάριο χρονικό» — επιγραφή γραμμένη στην αττική διάλεκτο επί του Αθηναίου επωνύμου άρχοντα Διογνήτου η οποία αποτελεί πολύ σπουδαία πηγή για την ιστορική έρευνα.