πεντηκοντοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(6_3)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντηκοντοφύλαξ''': [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ φυλάττων [[πεντήκοντα]], «[[οὐραγός]]· ὁ αὐτὸς δὲ [[ὀπισθοφύλαξ]]· ἡ [[συνήθεια]] πεντηκοντοφύλακα αὐτὸν καλεῖ» Ἐτυμολ. Μέγ. 729. 17.
|lstext='''πεντηκοντοφύλαξ''': [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ φυλάττων [[πεντήκοντα]], «[[οὐραγός]]· ὁ αὐτὸς δὲ [[ὀπισθοφύλαξ]]· ἡ [[συνήθεια]] πεντηκοντοφύλακα αὐτὸν καλεῖ» Ἐτυμολ. Μέγ. 729. 17.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[φύλακας]] [[πενήντα]] ατόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεντήκοντα]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκοντοφύλαξ Medium diacritics: πεντηκοντοφύλαξ Low diacritics: πεντηκοντοφύλαξ Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: pentēkontophýlax Transliteration B: pentēkontophylax Transliteration C: pentikontofylaks Beta Code: penthkontofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A watcher over fifty, EM 729.16.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοντοφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ φυλάττων πεντήκοντα, «οὐραγός· ὁ αὐτὸς δὲ ὀπισθοφύλαξ· ἡ συνήθεια πεντηκοντοφύλακα αὐτὸν καλεῖ» Ἐτυμολ. Μέγ. 729. 17.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας πενήντα ατόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + φύλαξ.