πεπαίτερος: Difference between revisions

From LSJ
(6_23)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεπαίτερος''': καὶ -τατος, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ [[πέπων]].
|lstext='''πεπαίτερος''': καὶ -τατος, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ [[πέπων]].
}}
{{grml
|mltxt=-έρα, -ον, Α<br />[[ανώμαλος]] τ. συγκριτ. του [[πέπων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού του [[πέπων]], σχηματισμένος πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[πεπαίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[παλαίτερος]])].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπαίτερος Medium diacritics: πεπαίτερος Low diacritics: πεπαίτερος Capitals: ΠΕΠΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: pepaíteros Transliteration B: pepaiteros Transliteration C: pepaiteros Beta Code: pepai/teros

English (LSJ)

and πέντ-τατος,

   A v. πέπων. πεπᾰλαγμένος, πεπάλακτο, v. παλάσσω. πεπᾰλών, v. πάλλω, ἀμπεπαλών. πέπᾱμαι, v. Πάομαι. πέπανα· πλακούντια, Hsch. (leg. πόπανα).

German (Pape)

[Seite 559] u. πεπαίτατος, irr. comp. u. superl. zu πέπων, reifer, weicher, milder; μοῖρα, Aesch. Ag. 1338; vom Alter, νέᾳ, παλαιᾷ, μεσοκόπῳ, πεπαιτέρᾳ, Xenarch. bei Ath. XIII, 569 c; superl. πεπαίτατος, der reifste, Alexis bei Ath. XIV, 650.

Greek (Liddell-Scott)

πεπαίτερος: καὶ -τατος, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ πέπων.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α
ανώμαλος τ. συγκριτ. του πέπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού του πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ' επίδραση του πεπαίνω (πρβλ. παλαίτερος)].