περίδειπνον: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />repas funéraire.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δεῖπνον]]. | |btext=ου (τό) :<br />repas funéraire.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δεῖπνον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[δείπνο]] που παρέθεταν στους συγγενείς και στους φίλους του νεκρού [[εννιά]] μέρες [[μετά]] την [[ταφή]], κν. [[νεκρόδειπνο]], [[μακαριά]], [[παρηγοριά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Ἀρκεσιλάου [[περίδειπνον]]» — [[τίτλος]] έργου του Τίμωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεῖπνον]] (<b>πρβλ.</b> <i>επί</i>-<i>δειπνον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A funeral feast, D.18.288, Aen.Tact.10.5, Men.367, Hegesipp.Com.1.11, PTeb.118.1 (ii B. C.), Phld.Acad.Ind.p.35 M., etc.; τὸ π. τοῦ βίου λαμπρὸν ποιῶ Anaxipp.1.42; Ἀρκεσιλάου π., title of work by Timo, D.L.9.115.
German (Pape)
[Seite 572] τό, Leichenschmaus; Dem. 18, 288; Plut. quaest. Rom. 95; Luc. de luct. 24.
Greek (Liddell-Scott)
περίδειπνον: τό, δεῖπνον ἐπὶ τῷ ἀποθανόντι, «μακαριά», Δημ. 321, 25, Μένανδρ. ἐν «Ὀργῇ» 3· τὸ π. τοῦ βίου λαμπρὸν ποιῶ Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 52.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
repas funéraire.
Étymologie: περί, δεῖπνον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. δείπνο που παρέθεταν στους συγγενείς και στους φίλους του νεκρού εννιά μέρες μετά την ταφή, κν. νεκρόδειπνο, μακαριά, παρηγοριά
2. φρ. «Ἀρκεσιλάου περίδειπνον» — τίτλος έργου του Τίμωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δεῖπνον (πρβλ. επί-δειπνον)].