περιήκω: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> échoir, arriver : τὰ περιήκοντα HDT les choses qui sont arrivées ; échoir par un tour de succession : [[εἰς]] αὐτόν XÉN (le pouvoir) lui est échu;<br /><b>2</b> aboutir à : [[εἰς]] [[τοῦτο]] PLUT à ce concours de circonstances.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἥκω]]. | |btext=<b>1</b> échoir, arriver : τὰ περιήκοντα HDT les choses qui sont arrivées ; échoir par un tour de succession : [[εἰς]] αὐτόν XÉN (le pouvoir) lui est échu;<br /><b>2</b> aboutir à : [[εἰς]] [[τοῦτο]] PLUT à ce concours de circonstances.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἥκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> έχω περιέλθει σε κάποιον («εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[φτάνω]] σε κάποιον, [[βρίσκω]] κάποιον («ἔμελλε δίκης περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα» — επρόκειτο η [[τιμωρία]] να φτάσει πια και στον Φιλοποίμενα, <b>Παυσ.</b>)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) έχω φτάσει («περιήκοντι τῷ καιρῷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[περιβάλλω]] («πέτραν τὸν όχθον περιήκουσαν», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἥκω</i> «έχω έλθει»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
A to have come round to one, εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ π. X.Cyr. 4.6.6, cf. Arr.An.4.13.4: metaph., [κεφαλαὶ] εἰς κρανία π. are turned into... Philostr.Im.2.19 : c. acc., τὰ σὲ περιήκοντα that which has fallen to thy lot, Hdt.7.16.ά; τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα we say that the greatest luck came round to, befel, this man, Id.6.86.ά; ἔμελλε . . δίκη περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα Paus.8.51.5. 2 of Time, to have come round, καιρῷ περιήκοντι Plu.Ages.35; ἔτει δεκάτῳ περιήκοντι Aristid.Or.50(26).1, cf. Parth.30.2. 3 surround, πέτραν [τὸν ὄχθον] περιήκουσαν Philostr.VA3.13; κύκλῳ περὶ τὸ σπήλαιον π. ἄμπελος D.Chr.2.41.
German (Pape)
[Seite 576] herumkommen, in der Reihe, im Kreislauf an Einen kommen (vgl. περιέρχομαι), endlich an Einen kommen, ihn treffen; τὰ σὲ περιήκοντα, was dich getroffen hat, was dir zu Theil geworden ist, Her. 7, 16, 1, wie 6, 86, 1, τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν τά τε ἄλλα πάντα περιήκειν τὰ πρῶτα καὶ δὴ καὶ ἀκούειν ἄριστα, wo es wenigstens einfacher ist, ἄνδρα auch in dem ersten Satzgliede als Subject zu betrachten: dieser Mann soll sowohl im Uebrigen das höchste Glück erlangt haben, als auch in dem besten Rufe stehen; περιήκει ἡ ἀρχὴ εἰς αὐτόν, die Herrschaft, Regierung gelangt an ihn, Xen. Cyr. 4, 6, 6; Folgde; auch περιήκει ὁ καιρὸς εἴς τι, Plut. Agesil. 35.
Greek (Liddell-Scott)
περιήκω: ἔχω περιέλθει εἴς τινα, ἐπεὶ δὲ εἰς τὸν τοῦ ἐμοῦ παιδὸς φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει Ξεν. Κύρ. 4. 6, 6, πρβλ. Ἀρρ. Ἀνάβ. 4. 13· μεταφορ., κεφαλαὶ εἰς κρανία π., μεταβάλλονται εἰς …, Φιλόστρ. 842· - μετ’ αἰτ., ἔχω ἐπέλθει ἐπὶ τέλους εἴς τινα, τὰ σὲ περιήκοντα, ὅσα σοι ἐπῆλθον, Ἡρόδ. 7.16, 1· τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα, λέγομεν ὅτι ἡ μεγίστη εὐτυχία ἔχει πέσει εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦτον, ὁ αὐτ. 6.86, 1· ἔμελλε ... δίκη περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα Παυσ. 8. 51, 5· (παρ’ Ἡροδ.· ὁ Schweigh. λαμβάνει τὸ περιήκω ὡς = περιβάλλομαι (ἴδε περιβάλλω IV), ἀλλὰ πρβλ. περιέρχομαι ΙΙ, περίειμι (εἶμι) ΙΙ, καὶ τὸ ἐκ τοῦ Παυσ. μνημονευθὲν χωρίον). 2) ἐπὶ χρόνου, ἔχω ἐλθεῖ, φθάσει, Πλούτ. Ἀγησ. 35, Ἀριστείδ. 1. 301.
French (Bailly abrégé)
1 échoir, arriver : τὰ περιήκοντα HDT les choses qui sont arrivées ; échoir par un tour de succession : εἰς αὐτόν XÉN (le pouvoir) lui est échu;
2 aboutir à : εἰς τοῦτο PLUT à ce concours de circonstances.
Étymologie: περί, ἥκω.
Greek Monolingual
Α
1. έχω περιέλθει σε κάποιον («εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει», Ξεν.)
2. φτάνω σε κάποιον, βρίσκω κάποιον («ἔμελλε δίκης περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα» — επρόκειτο η τιμωρία να φτάσει πια και στον Φιλοποίμενα, Παυσ.)
3. (για χρόνο) έχω φτάσει («περιήκοντι τῷ καιρῷ», Πλούτ.)
4. περιβάλλω («πέτραν τὸν όχθον περιήκουσαν», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἥκω «έχω έλθει»].