περίκροτος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίκροτος''': -ον, ὁ [[πέριξ]] κροτῶν, περιηχῶν, κύμβαλα Νόνν. Δ. 9. 117, πρβλ. 10, 223.
|lstext='''περίκροτος''': -ον, ὁ [[πέριξ]] κροτῶν, περιηχῶν, κύμβαλα Νόνν. Δ. 9. 117, πρβλ. 10, 223.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που κροτεί [[ολόγυρα]], που αντηχεί από [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>πρβλ.</b> [[επίκροτος]])].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκροτος Medium diacritics: περίκροτος Low diacritics: περίκροτος Capitals: ΠΕΡΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: períkrotos Transliteration B: perikrotos Transliteration C: perikrotos Beta Code: peri/krotos

English (LSJ)

ον,

   A rattling round, κύμβαλα ib.9.117, cf. 10.223.

German (Pape)

[Seite 581] rings umher rasselnd, tönend, κύμβαλα, Nonn. D. 9, 117. 10, 223.

Greek (Liddell-Scott)

περίκροτος: -ον, ὁ πέριξ κροτῶν, περιηχῶν, κύμβαλα Νόνν. Δ. 9. 117, πρβλ. 10, 223.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που κροτεί ολόγυρα, που αντηχεί από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κρότος (πρβλ. επίκροτος)].