πιδακόεις: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όεσσα, όεν;<br />de source.<br />'''Étymologie:''' [[πῖδαξ]]. | |btext=όεσσα, όεν;<br />de source.<br />'''Étymologie:''' [[πῖδαξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] από πηγές, από αναβρύστρες («Ἄσκρην, ἥ θ' Ἑλικῶνα ἔχει [[πόδα]] πιδακόεντα», Ηγησίν.)<br /><b>2.</b> αυτός που αναβλύζει σαν [[πηγή]] («τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα [[λιβάς]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῖδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A full of springs, Hegesin. ap. Paus.9.29.1 ; gushing, λιβάς E.Andr.116 (eleg.).
German (Pape)
[Seite 612] εσσα, εν, quellig, quellreich, λιβάς, Eur. Andr. 116.
Greek (Liddell-Scott)
πῑδᾰκόεις: εσσα, εν, ἀναβρύων ὡς πῖδαξ, λιβὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 116.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
de source.
Étymologie: πῖδαξ.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
1. γεμάτος από πηγές, από αναβρύστρες («Ἄσκρην, ἥ θ' Ἑλικῶνα ἔχει πόδα πιδακόεντα», Ηγησίν.)
2. αυτός που αναβλύζει σαν πηγή («τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα λιβάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, -ακος + κατάλ. -όεις].