πηλακίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_20)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηλᾰκίζω''': πηλᾰκισμός, παρὰ Σουΐδ. καὶ Μεγ. Ἐτυμολ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[προπηλακίζω]], -ισμός. ― Ὡσαύτως μνημονεύεται ἡ [[λέξις]] πῆλαξ ὡς [[ῥίζα]]· πρβλ. [[πῆλυξ]], καὶ ἴδε [[προπηλακίζω]], [[προπηλακισμός]].
|lstext='''πηλᾰκίζω''': πηλᾰκισμός, παρὰ Σουΐδ. καὶ Μεγ. Ἐτυμολ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[προπηλακίζω]], -ισμός. ― Ὡσαύτως μνημονεύεται ἡ [[λέξις]] πῆλαξ ὡς [[ῥίζα]]· πρβλ. [[πῆλυξ]], καὶ ἴδε [[προπηλακίζω]], [[προπηλακισμός]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ρίχνω]] [[λάσπη]], [[πετάω]] [[λάσπη]] [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πηλακίζω]] που μαρτυρείται μόνο σε πάπυρο και στο <i>Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν</i> [[μάλλον]] επινοήθηκε, όπως και ο τ. [[πήλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>) από τους λεξικογράφους προκειμένου να δικαιολογηθεί ο [[σχηματισμός]] του συνθ. <i>προ</i>-[[πηλακίζω]]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλᾰκίζω Medium diacritics: πηλακίζω Low diacritics: πηλακίζω Capitals: ΠΗΛΑΚΙΖΩ
Transliteration A: pēlakízō Transliteration B: pēlakizō Transliteration C: pilakizo Beta Code: phlaki/zw

English (LSJ)

etym. of προπηλακίζω, EM669.49, cf. πήλαξ; also found in PSI5.495.9 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 610] mit Koth bewerfen, beschimpfen, Sp.; gebräuchlicher im compos. προπ.

Greek (Liddell-Scott)

πηλᾰκίζω: πηλᾰκισμός, παρὰ Σουΐδ. καὶ Μεγ. Ἐτυμολ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ προπηλακίζω, -ισμός. ― Ὡσαύτως μνημονεύεται ἡ λέξις πῆλαξ ὡς ῥίζα· πρβλ. πῆλυξ, καὶ ἴδε προπηλακίζω, προπηλακισμός.

Greek Monolingual

Α
ρίχνω λάσπη, πετάω λάσπη εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πηλακίζω που μαρτυρείται μόνο σε πάπυρο και στο Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν μάλλον επινοήθηκε, όπως και ο τ. πήλαξ (< πηλός + επίθημα -αξ, -ακος) από τους λεξικογράφους προκειμένου να δικαιολογηθεί ο σχηματισμός του συνθ. προ-πηλακίζω].