πλανητός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> errant;<br /><b>2</b> sujet à erreur.<br />'''Étymologie:''' [[πλανάω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> errant;<br /><b>2</b> sujet à erreur.<br />'''Étymologie:''' [[πλανάω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[πλανώμαι]]<br /><b>1.</b> περιπλανώμενος («τὸ τῶν σοφιστῶν [[γένος]]... πλανητὸν ὄv κατὰ πόλεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που πλανάται, που σφάλλει<br />β) αυτός που αλλάζει [[κάτι]]<br />γ) [[ανώμαλος]] («πλανητὰ [[πάθη]]», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνητός Medium diacritics: πλανητός Low diacritics: πλανητός Capitals: ΠΛΑΝΗΤΟΣ
Transliteration A: planētós Transliteration B: planētos Transliteration C: planitos Beta Code: planhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A wandering, π. κατὰ πόλεις Pl.Ti.19e ; ἄστρα π. Id.Lg.821b, cf. Ti.38c (vv.ll. πλανῆται, πλάνητες), Arist.Mu.392a13.    II metaph., shifting, Pl.R.479d ; irregular, πάθη Plu.2.550e.

German (Pape)

[Seite 624] umherirrend, Plat. Tim. p. 19 c; – übertr., irrend, dem Irrthum unterworfen, πάθη, Plut. S. N. V. 5.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰνητός: -ή, -όν, (πλανάω) περιπλανώμενος, Πλάτ. Πολ. 479D· πλ. κατὰ πόλεις ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 19Ε· ἄστρα πλανητὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 821Β, πρβλ. Τίμ. 58C. ΙΙ. μεταφορ., πλανώμενος, σφαλλόμενος, Πλούτ. 2. 550D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 errant;
2 sujet à erreur.
Étymologie: πλανάω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
πλανώμαι
1. περιπλανώμενος («τὸ τῶν σοφιστῶν γένος... πλανητὸν ὄv κατὰ πόλεις», Πλάτ.)
2. μτφ. α) αυτός που πλανάται, που σφάλλει
β) αυτός που αλλάζει κάτι
γ) ανώμαλος («πλανητὰ πάθη», Πλούτ.).