πῖνον: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(6_21) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῖνον''': τό, [[ποτὸν]] παρασκευαζόμενον ἐκ κριθῆς, [[ζῦθος]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 101. | |lstext='''πῖνον''': τό, [[ποτὸν]] παρασκευαζόμενον ἐκ κριθῆς, [[ζῦθος]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 101. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[είδος]] ποτού που παρασκευαζόταν από [[κριθή]], ο [[ζύθος]], η μπίρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που μετασχηματίστηκε στην Ελληνική [[κατά]] το [[μοντέλο]] του [[πίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A liquor made from barley, beer, Arist.Fr.106, cj. in Atti della reale Accad. di Archeologia di Napoli 11.41 (Gortyn, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 617] τό, Gerstentrank, Bier, Arist. bei Ath. X, 447 a, s. βρῦτον.
Greek (Liddell-Scott)
πῖνον: τό, ποτὸν παρασκευαζόμενον ἐκ κριθῆς, ζῦθος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 101.
Greek Monolingual
τὸ, Α
είδος ποτού που παρασκευαζόταν από κριθή, ο ζύθος, η μπίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που μετασχηματίστηκε στην Ελληνική κατά το μοντέλο του πίνω.