πλανύττω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=errer.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνη]].
|btext=errer.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνη]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ, πλανύσσω Α<br />περιφέρομαι εδώ κι [[εκεί]], [[πλανώμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός ενεστ. σε -<i>ύττω</i>, πιθ. [[ποιητικός]] τ. [[αντί]] του <i>πλανῶμαι</i>. Ο τ. <i>πλαν</i>-<i>ύσσω</i> πιθ. [[κατά]] τα [[ἀλύσσω]], <i>πτερύσσω</i>].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνύττω Medium diacritics: πλανύττω Low diacritics: πλανύττω Capitals: ΠΛΑΝΥΤΤΩ
Transliteration A: planýttō Transliteration B: planyttō Transliteration C: planytto Beta Code: planu/ttw

English (LSJ)

   A = πλανάομαι, wander about, Ar.Av.3.

German (Pape)

[Seite 625] = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰνύττω: πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3.

French (Bailly abrégé)

errer.
Étymologie: πλάνη.

Greek Monolingual

ΜΑ, πλανύσσω Α
περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε -ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί του πλανῶμαι. Ο τ. πλαν-ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω].