πλατειασμός: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(c2)
(32)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0626.png Seite 626]] ὁ, die platte, breite Aussprache, bes. der Dorier, Quinctil. 1, 5, 32.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0626.png Seite 626]] ὁ, die platte, breite Aussprache, bes. der Dorier, Quinctil. 1, 5, 32.
}}
{{grml
|mltxt=και [[πλατυασμός]], ο / [[πλατειασμός]], ΝΑ [[πλατειάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πλατειάζω]], η [[επέκταση]] του λόγου με περιττές ή ανούσιες λέξεις ή φράσεις, [[περιττολογία]], [[πολυλογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η τραχιά, [[βαριά]], δωρική [[προφορά]] τών λέξεων.
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτειασμός Medium diacritics: πλατειασμός Low diacritics: πλατειασμός Capitals: ΠΛΑΤΕΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: plateiasmós Transliteration B: plateiasmos Transliteration C: plateiasmos Beta Code: plateiasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A broad Doric accent, pl. in form πλατεασμοί, Quint.Inst.1.5.32.

German (Pape)

[Seite 626] ὁ, die platte, breite Aussprache, bes. der Dorier, Quinctil. 1, 5, 32.

Greek Monolingual

και πλατυασμός, ο / πλατειασμός, ΝΑ πλατειάζω
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλατειάζω, η επέκταση του λόγου με περιττές ή ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογία, πολυλογία
αρχ.
η τραχιά, βαριά, δωρική προφορά τών λέξεων.