πλατειάζω

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτειάζω Medium diacritics: πλατειάζω Low diacritics: πλατειάζω Capitals: ΠΛΑΤΕΙΑΖΩ
Transliteration A: plateiázō Transliteration B: plateiazō Transliteration C: plateiazo Beta Code: plateia/zw

English (LSJ)

Dor. πλατειάσδω,
A slap with the flat hand (πλατείᾳ), Pherecr. 224.
II pronounce broadly, like the Dorians, Theoc.15.88.
III πλατεάζειν (sic)· ἀλαζονεύεσθαι, φενακίζειν, Hsch.
IV πλατειάδδοντες· οἱ γυμναζόμενοι τοῖς ἐφήβοις, Id.

German (Pape)

[Seite 626] platt, breit reden, aussprechen, bes. von der breiten dor. Aussprache, VLL.; dor. πλατειάσδω, Theocr. 15, 87.

French (Bailly abrégé)

1 ouvrir une large bouche ; aimer les sons ouverts, comme les Doriens;
2 frapper du plat de la main.
Étymologie: πλατύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατειάζω, Dor. πλατειάσδω [πλατεῖα] Dor. ptc. f. πλατειάσδοισα, plat praten.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτειάζω: дор. πλᾰτειάσδω произносить широко раскрытым ртом, т. е. с дорическим акцентом Theocr.

Greek Monolingual

και πλατυάζω / πλατειάζω, ΝΑ, δωρ. τ. πλατειάσδω Α
νεοελλ.
επεκτείνω τον λόγο μου με περιττές και ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογώ
αρχ.
1. πλήττω, χτυπώ κάτι με την παλάμη
2. μιλώ ή προφέρω τις λέξεις με τραχιά, βαριά προφορά όπως οι Δωριείς
3. (κατά τον Ησύχ.) «πλατεάζειν
ἀλαζονεύεσθαι, φενακίζειν»
4. (κατά τον Ησύχ. και κατά τον Φώτ.) «πλατειάδδοντες
οἱ γυμναζόμενοι τοῖς ἐφήβοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατεῖα, θηλ. του πλατύς. Ο τ. πλατυάζω κατ' επίδραση του πλατύς.

Greek Monotonic

πλᾰτειάζω: Δωρ. -άσδω (πλατύς), μιλώ ή προφέρω ευρέως, λέγω γενικολογίες, όπως οι Δωριείς, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτειάζω: Δωρ. -άσδω, πλήττω διὰ τῆς παλάμης, (πλατείᾳ), Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 47, ἔνθα ἴδε Meineke. II. ὁμιλῶ ἢ προφέρω πλατέως ὡς οἱ Δωριεῖς, Θεόκρ. 15. 88, ἔνθα ἴδε Valkc.· οὕτω, πλᾰτειασμός, ὁ, πλατεῖα Δωρικὴ προφορά, Quintil. 1. 5, 32. ― Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 97.

Middle Liddell

πλᾰτειάζω, πλατύς
to speak or pronounce broadly, like the Dorians, Theocr.