πολυβόητος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυβόητος''': -ον, ὁ περὶ οὗ πολὺν [[λόγος]] ἐγένετο, [[περιβόητος]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 532· ὁ πολὺ ἠχῶν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀλκ. 918.
|lstext='''πολυβόητος''': -ον, ὁ περὶ οὗ πολὺν [[λόγος]] ἐγένετο, [[περιβόητος]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 532· ὁ πολὺ ἠχῶν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀλκ. 918.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>για πρόσ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[γύρω]] από τον εαυτό του πολύ θόρυβο, [[περιβόητος]]<br /><b>2.</b> πολύ [[ηχηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βοητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>βόητος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβόητος Medium diacritics: πολυβόητος Low diacritics: πολυβόητος Capitals: ΠΟΛΥΒΟΗΤΟΣ
Transliteration A: polybóētos Transliteration B: polyboētos Transliteration C: polyvoitos Beta Code: polubo/htos

English (LSJ)

ον,

   A much-talked-of, gloss on παλαίφατος, Sch.A.Supp.532; much-sounding, gloss on πολυάχητος, Sch. E.Alc.918.

German (Pape)

[Seite 660] viel gerufen, sehr berühmt, Schol. Aesch. Suppl. 535.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβόητος: -ον, ὁ περὶ οὗ πολὺν λόγος ἐγένετο, περιβόητος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 532· ὁ πολὺ ἠχῶν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀλκ. 918.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πρόσ.)
1. αυτός που προκαλεί γύρω από τον εαυτό του πολύ θόρυβο, περιβόητος
2. πολύ ηχηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βοητός (< βοῶ), πρβλ. περι-βόητος].