πολύανδρος: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />abondant en hommes, populeux ; <i>en parl. de pers.</i> nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀνήρ]]. | |btext=ος, ον :<br />abondant en hommes, populeux ; <i>en parl. de pers.</i> nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀνήρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύανδρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, [[πολυάνθρωπος]], πολύ κατοίκητος<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει πολλούς συζύγους ή πολλούς εραστές<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[φυτό]]) αυτό που έχει πολλούς στήμονες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς άνδρες («Περσῶν τῶν μεγαλαύχων καὶ πολυάνδρων στρατιὰν ὀλέσας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύανδρον</i><br />η [[πορνεία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πολύανδρος]] [[συμβολή]]» — [[πείρα]] πολλών [[ανδρών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>ανδρος</i>. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polyandrous</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πολύανδρος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, of places,
A full of men, populous, A.Pers.73 (lyr.), 899 (lyr.); κῶμαι BGU903.10 (ii A. D.): Sup., χωρίον Palaeph.38. 2 of persons, many, numerous, Πέρσαι A.Pers.533 (anap.), cf. Ag.693 (lyr.); ἥβα νέων π. Tim.Pers. 194; δύναμις π. Onos.21.5; π. συμβολή much experience of men, Vett. Val.172.25. II γυνὴ π. wife of many husbands, Ptol.Tetr. 72; πολύανδρον, τό, prostitution, Ph.1.563; cf. πολυάνδριος 1.
German (Pape)
[Seite 659] viele Männer habend, menschenreich; Ἀσία, Aesch. Pers. 73; Πέρσαι, 525; Ag. 678; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἐπὶ τόπων, ὁ ἔχων πολλοὺς ἄνδρας, πλήρης ἀνδρῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 73. 899. 2) ἐπὶ προσώπων, πολλοί, πολυάριθμοι, αὐτόθι 533, Ἀγ. 693. ΙΙ. γυνὴ π., γυνὴ πολλοὺς ἔχουσα ἄνδρας, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en hommes, populeux ; en parl. de pers. nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀνήρ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύανδρος, -ον, ΝΑ
1. (για τόπο) αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πολυάνθρωπος, πολύ κατοίκητος
2. (για γυναίκα) αυτή που έχει πολλούς συζύγους ή πολλούς εραστές
νεοελλ.
(για φυτό) αυτό που έχει πολλούς στήμονες
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς άνδρες («Περσῶν τῶν μεγαλαύχων καὶ πολυάνδρων στρατιὰν ὀλέσας», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύανδρον
η πορνεία
3. φρ. «πολύανδρος συμβολή» — πείρα πολλών ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. εύ-ανδρος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyandrous (< πολύανδρος)].