πολυετής: Difference between revisions

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />(qu’on désire, qu’on attend, qu’on revoit) après de longues années.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἔτος]].
|btext=ής, ές :<br />(qu’on désire, qu’on attend, qu’on revoit) après de longues années.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἔτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που διαρκεί [[πολλά]] έτη, [[μακροχρόνιος]] (α. «[[πολυετής]] [[εκπαίδευση]]» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πολυετές [[φυτό]]»<br /><b>βοτ.</b> [[φυτό]] που ζει περισσότερο από δύο [[χρόνια]]<br />β) «ποώδη πολυετή φυτά» — φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη [[μορφή]] υπόγειων αποταμιευτικών οργάνων, όπως [[είναι]] οι βολβοί<br />γ) «ξυλώδη πολυετή φυτά» — φυτά τών οποίων το υπέργειο [[τμήμα]] έχει ξυλώδη ιστό και διατηρείται και [[κατά]] τον χειμώνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χρονική περίοδο) αυτός που περιλαμβάνει [[πολλά]] [[χρόνια]] («[[νεότης]] τελεσθεῖσα [[ταχέως]] πολυετὲς [[γῆρας]] ἀδίκου», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ηλικία]], [[γέρος]], [[παλαιός]] («[[χρόνος]] δὲ πολυετὴς ἢ [[ἄνθρωπος]] ἢ [[οἶνος]] καὶ ὁμοίως [[ὀλιγοετής]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που συμβαίνει [[μετά]] από [[πολλά]] [[χρόνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>ετής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυετής Medium diacritics: πολυετής Low diacritics: πολυετής Capitals: ΠΟΛΥΕΤΗΣ
Transliteration A: polyetḗs Transliteration B: polyetēs Transliteration C: polyetis Beta Code: polueth/s

English (LSJ)

ές,

   A after many years, π. σεσωσμένος E.Or.473; π. μολεῖν Id.Hel.651 (lyr.).    II lasting many years, βίος OGI383.22 (Nemrud Dagh, i B.C.); ζωή, πόλεμοι, Ph.2.364, 1.677; δουλεία Luc.Merc.Cond.17; χρόνος Sor.1.33; full of years, γῆρας LXX Wi.4.16; old, ἐλέφας Hld.10.25; οἶνος Dsc.2.76; keeping for many years, of a remedy, Aët.9.24.

German (Pape)

[Seite 662] ές, vieljährig, bejahrt; Eur. Or. 473 Hel. 657; Luc. Herm. 50; χρόνος, Poll. 1, 58.

Greek (Liddell-Scott)

πολυετής: -ές, ὁ πολλῶν ἐτῶν, ἢ ὁ μετὰ πολλὰ ἔτη, ἔκλυον ὡς ἐς Ναυπλίαν ἥκοι σὺν ἀλόχῳ πολυετής, μετὰ παρέλευσιν πολλῶν ἐτῶν, Εὐρ. Ὀρ. 473, Ἑλλ. 651. ― Κατὰ Πολυδ.: «χρόνος δὲ πολυετὴς ἢ ἄνθρωποςοἶνος, καὶ ὁμοίως ὀλιγοετὴς» Α. 58.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
(qu’on désire, qu’on attend, qu’on revoit) après de longues années.
Étymologie: πολύς, ἔτος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «πολυετές φυτό»
βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια
β) «ποώδη πολυετή φυτά» — φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη μορφή υπόγειων αποταμιευτικών οργάνων, όπως είναι οι βολβοί
γ) «ξυλώδη πολυετή φυτά» — φυτά τών οποίων το υπέργειο τμήμα έχει ξυλώδη ιστό και διατηρείται και κατά τον χειμώνα
αρχ.
1. (για χρονική περίοδο) αυτός που περιλαμβάνει πολλά χρόνιανεότης τελεσθεῖσα ταχέως πολυετὲς γῆρας ἀδίκου», Πολυδ.)
2. αυτός που έχει μεγάλη ηλικία, γέρος, παλαιόςχρόνος δὲ πολυετὴς ἢ ἄνθρωποςοἶνος καὶ ὁμοίως ὀλιγοετής», Πολυδ.)
3. αυτός που συμβαίνει μετά από πολλά χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. πολυ- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. τρι-ετής].