πολύκοσμος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύκοσμος''': -ον, ὁ πολὺ κεκοσμημένος, [[πολυποίκιλος]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[πολυδαίδαλος]].
|lstext='''πολύκοσμος''': -ον, ὁ πολὺ κεκοσμημένος, [[πολυποίκιλος]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[πολυδαίδαλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πολυδαίδαλος]], [[πολυποίκιλος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοσμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόσμος]] «[[στολισμός]]»), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>κοσμος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκοσμος Medium diacritics: πολύκοσμος Low diacritics: πολύκοσμος Capitals: ΠΟΛΥΚΟΣΜΟΣ
Transliteration A: polýkosmos Transliteration B: polykosmos Transliteration C: polykosmos Beta Code: polu/kosmos

English (LSJ)

ον,

   A much-adorned, Hsch.s.v. πολυδαίδαλον.

German (Pape)

[Seite 665] sehr geschmückt, Hesych., Erkl. von πολυδαίδαλος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκοσμος: -ον, ὁ πολὺ κεκοσμημένος, πολυποίκιλος, Ἡσύχ. ἐν λ. πολυδαίδαλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πολυδαίδαλος, πολυποίκιλος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κοσμος (< κόσμος «στολισμός»), πρβλ. εύ-κοσμος].