πολυοχλία: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(6_11) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυοχλία''': ἡ, πολὺς [[ὄχλος]], [[πλῆθος]] ἀνθρώπων, Πολύβ. 10. 14, 15, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΘ΄, 7). | |lstext='''πολυοχλία''': ἡ, πολὺς [[ὄχλος]], [[πλῆθος]] ἀνθρώπων, Πολύβ. 10. 14, 15, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΘ΄, 7). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[πολύοχλος]]<br />η [[συγκέντρωση]] όχλου, το μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A crowd of people, Plb.10.14.15, LXX Jb.39.7; τῶν νέων Inscr.Perg.252.22.
German (Pape)
[Seite 668] ἡ, viel Volk, σύμμικτος, Pol. 10, 14, 5.
Greek (Liddell-Scott)
πολυοχλία: ἡ, πολὺς ὄχλος, πλῆθος ἀνθρώπων, Πολύβ. 10. 14, 15, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΘ΄, 7).
Greek Monolingual
ἡ, Α πολύοχλος
η συγκέντρωση όχλου, το μεγάλο πλήθος ανθρώπων.