πολύκωμος: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui préside à des festins abondants (Dionysos).<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κῶμος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui préside à des festins abondants (Dionysos).<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κῶμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε [[πολλά]] συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει [[συχνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶμος]] «[[διασκέδαση]], [[εορτή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αγλαό</i>-<i>κωμος</i>].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Μ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει πολλές κώμες, [[πολλά]] χωριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] «[[χωριό]], [[συνοικία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>κωμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A much-revelling, AP9.524.17, Anacrcont.40.14.
German (Pape)
[Seite 665] 1) viele Reigen od. Gelage feiernd, sie liebend; Bacchus, Hymn. (IX, 524, 17); δαῖτες, Anacr. 40, 13. – 2) mit vielen Dörfern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκωμος: -ον, ὁ πολὺ κωμάζων, πολλοὺς κώμους τελῶν, πολὺ διασκεδάζων, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17, Ἀνακρεόντ. 43. 14. ΙΙ. (κώμη) ὁ ἔχων πολλὰς κώμας, χωρία, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 304.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui préside à des festins abondants (Dionysos).
Étymologie: πολύς, κῶμος.
Greek Monolingual
(I)
-ον Α
1. αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε πολλά συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. αγλαό-κωμος].———————— (II)
-ον, Μ
(για τόπο) αυτός που έχει πολλές κώμες, πολλά χωριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωμος (< κώμη «χωριό, συνοικία»), πρβλ. τρί-κωμος].