πολυμέτωπος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(33)
(No difference)

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που γίνεται ή εκδηλώνεται σε πολλά μέτωπα (α. «πολυμέτωπη επίθεση» β. «πολυμέτωπες αντιδράσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μέτωπο (πρβλ. πλατυ-μέτωπος)].