πολυτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(b)
(33)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] mit vielen Hälsen, Heraclid. alleg. Hom. 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] mit vielen Hälsen, Heraclid. alleg. Hom. 17.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> (για τη σχισματική [[ομάδα]] τών Ακεφάλων) αυτός που αποτελείται από πολλές αιρετικές μερίδες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μεγάλο ή σκληρό τράχηλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τράχηλος]].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτράχηλος Medium diacritics: πολυτράχηλος Low diacritics: πολυτράχηλος Capitals: ΠΟΛΥΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: polytráchēlos Transliteration B: polytrachēlos Transliteration C: polytrachilos Beta Code: polutra/xhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A with large or stubborn neck, Heraclit.All.17 codd. (misquoting Pl.Phdr.253d).

German (Pape)

[Seite 675] mit vielen Hälsen, Heraclid. alleg. Hom. 17.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
εκκλ. (για τη σχισματική ομάδα τών Ακεφάλων) αυτός που αποτελείται από πολλές αιρετικές μερίδες
αρχ.
αυτός που έχει μεγάλο ή σκληρό τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τράχηλος.