πολυστεφής: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />orné de nombreuses couronnes ; <i>p. ext.</i> couronné de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[στέφος]]. | |btext=ής, ές :<br />orné de nombreuses couronnes ; <i>p. ext.</i> couronné de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[στέφος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κερδίζει [[πολλά]] στεφάνια («πολυστεφέας σέο μόχθους», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διακοσμημένος με [[πολλά]] στεφάνια<br /><b>2.</b> ο [[στεφανωμένος]] με [[κάτι]] («οὐ γὰρ ἂν [[κάρα]] [[πολυστεφής]] ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει συστραφεί με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζει [[πολλά]] στεφάνια<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για [[φίδι]]) κουλουριασμένος<br /><b>5.</b> αυτός που περιλαμβάνει πολλούς κύκλους («πολυστεφὴς [[οὐρανός]]», Ερμ. Τρισμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>στεφής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A decked with many wreaths, A.Eu.39; earning many crowns, μόχθοι APl.5.338: c. gen., wreathed with, δάφνης S.OT83. II twisted in many a wreath, κότινος Nic. Th.378; of a serpent (expld. by Sch. as πολλοὺς στεφάνους ἔχοντες καὶ γραμμάς) , μύαγροι ib.490 (s.v.l.; fort. -στρεφέας). III containing many circles, οὐρανός Herm. ap. Stob.1. 49.44.
German (Pape)
[Seite 673] ές, = Vorigem; Aesch. Eum. 39; πολυστεφὴς κάρα δάφνης, mit Lorbeer, Soph. O. R. 83; sp. D., wie Nic. Ther. 378. 490.
Greek (Liddell-Scott)
πολυστεφής: -ές, ὁ διὰ πολλῶν στεφάνων κεκοσμημένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 39, Ἀνθ. Πλαν. 338, κτλ.· μετὰ γεν., ἐστεμμένος μέ..., οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφὴς ὧδ’ εἶρπε παγκάρπου δάφνης Σοφ. Ο. Τ. 83. ΙΙ. συνεστραμμένος οὕτως ὥστε νὰ ἀποτελῇ πολλοὺς στεφάνους, κότινος Νικ. Θηρ. 378.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
orné de nombreuses couronnes ; p. ext. couronné de, gén..
Étymologie: πολύς, στέφος.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
μσν.
αυτός που κερδίζει πολλά στεφάνια («πολυστεφέας σέο μόχθους», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. διακοσμημένος με πολλά στεφάνια
2. ο στεφανωμένος με κάτι («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφής ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.)
3. αυτός που έχει συστραφεί με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζει πολλά στεφάνια
4. (ιδίως για φίδι) κουλουριασμένος
5. αυτός που περιλαμβάνει πολλούς κύκλους («πολυστεφὴς οὐρανός», Ερμ. Τρισμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στεφής (< στέφος < στέφω), πρβλ. χρυσο-στεφής].