πορεῖον: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />ressources pour un voyage <i>ou</i> moyen de transport (char, vaisseau, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πορεύω]].
|btext=ου (τό) :<br />ressources pour un voyage <i>ou</i> moyen de transport (char, vaisseau, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πορεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=δωρ. και αιολ. τ. [[πορήϊον]], τὸ, Α [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> [[μέσο]] μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῑα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> το χρηματικό [[ποσό]] που πληρώνει [[κανείς]] για να ταξιδεύσει με [[πλοίο]], τα [[ναύλα]]<br /><b>3.</b> [[φορτίο]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορεῖον Medium diacritics: πορεῖον Low diacritics: πορείον Capitals: ΠΟΡΕΙΟΝ
Transliteration A: poreîon Transliteration B: poreion Transliteration C: poreion Beta Code: porei=on

English (LSJ)

τό,

   A means of conveyance, carriage, GDI5043 (Crete), Pl.Lg. 678c, v.l.in Id.Ti.44e; π. ὑπότροχα trolleys for conveying ships by land, Plb.8.34.11, cf. SIG 581.23 (Hierapytna, ii B.C.); τὸ σκῆπτρον Ἑρμοῦ προκαθηγέτου ἐστὶ π., τούτῳ γὰρ κατάγει φυχάς BSA16.107 (Attalia):—Dor. and Aeol. πορήϊον GDI5040.29 (Crete), Milet.3 No.152.13(Methymna, ii B.C.).    II load, PPetr.2p.128 (iii B.C.), etc.; written πορῆον, PTeb.195 (i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 682] τό, Hülfsmittel den Weg zu bahnen, od. Maschine, Etwas von der Stelle zu bringen; Plat. Legg. III, 678 c; Pol. 8, 36, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πορεῖον: τό, (πορεύω) μέσον μεταφορᾶς ἢ μεταβάσεως, ὄχημα, Λατ. vehiculum, Πλάτ. Νόμ. 678D, Τίμ. 44Ε, Πολυβ. κτλ.· πρβλ. πορήιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ressources pour un voyage ou moyen de transport (char, vaisseau, etc.).
Étymologie: πορεύω.

Greek Monolingual

δωρ. και αιολ. τ. πορήϊον, τὸ, Α πορεύω
1. μέσο μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῑα», Πολ.)
2. το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να ταξιδεύσει με πλοίο, τα ναύλα
3. φορτίο.