πολύφορβος: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(Autenrieth) |
(33) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[φορβή]]): [[much]]-[[nourishing]], [[bountiful]]. (Il.) | |auten=([[φορβή]]): [[much]]-[[nourishing]], [[bountiful]]. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, και [[πολύφορβος]], -η, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για τη γη ή για τη θεά [[Δήμητρα]]) αυτός που έχει πολλή [[τροφή]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει [[τροφή]] σε πολλούς, [[πολυτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φορβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φορβή]] «[[τροφή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>φορβος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, also η, ον Il.9.568, Hes.Th.912: (φορβή):—
A feeding many, bountiful, γαῖα Il. 14.200,301; Δημήτηρ Hes.l.c.
German (Pape)
[Seite 676] nahrungsreich, viele nährend; γαῖα, Il. 14, 200. 301; auch πολυφόρβη, 9, 568; Hes. Th. 912; vgl. Buttm. Schol. Od. 11, 423.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφορβος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἰλ. Ι. 568, Ἡσ. Θ. 912· (φορβή)· ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολλὴν φορβὴν ἔχουσα, ἡ πολλοὺς τρέφουσα, γαῖα Ἰλ. Ξ. 200· ἐπὶ τῆς Δήμητρος πολυφόρβης Ἡσ. Θεογ. 912, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος ou poét. η, ον :
très nourrissant ou qui nourrit beaucoup d’êtres.
Étymologie: πολύς, φέρβω.
English (Autenrieth)
(φορβή): much-nourishing, bountiful. (Il.)
Greek Monolingual
-ον, και πολύφορβος, -η, -ον, Α
1. (για τη γη ή για τη θεά Δήμητρα) αυτός που έχει πολλή τροφή
2. αυτός που δίνει τροφή σε πολλούς, πολυτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. μονό-φορβος].