πόππυσμα: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_20) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πόππυσμα''': ποππυσμός, ἴδε [[ποππύζω]]. | |lstext='''πόππυσμα''': ποππυσμός, ἴδε [[ποππύζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[ποππύζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συριγμός]] που γίνεται με μισόκλειστα χείλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κολάκευμα]], [[θωπεία]]<br /><b>2.</b> ηχηρό [[φίλημα]] με [[συμπίεση]] τών χειλιών. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A smacking of lips, clucking, Dexipp. in Cat.11.27: Lat.poppysma, Juv.6.584.
German (Pape)
[Seite 682] τό, das Pfeifen, Schnalzen, nach Suid. κολακεῖαι εἰς τοὺς ἀδαμάστους ἵππους. Auch = Kuß, vgl. Iuvenal. 6, 584.
Greek (Liddell-Scott)
πόππυσμα: ποππυσμός, ἴδε ποππύζω.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ ποππύζω
μσν.
συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη
αρχ.
1. κολάκευμα, θωπεία
2. ηχηρό φίλημα με συμπίεση τών χειλιών.