πραγμάτευμα: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(6_21) |
(33) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πραγμάτευμα''': τό, = [[πραγματεία]], Εὐστ: Πονημάτ. 70. 62. | |lstext='''πραγμάτευμα''': τό, = [[πραγματεία]], Εὐστ: Πονημάτ. 70. 62. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ατος, τὸ, ΜΑ [[πραγματεύομαι]]<br />[[ασχολία]], [[υπόθεση]], [[έργο]] («τὸ [[πραγμάτευμα]] τὸ τῶν ῥητόρων», Φιλόδ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A business, concern, τὸ π. τὸ τῶν ῥητόρων Phld.Rh.1.82 S., cf. 79S.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμάτευμα: τό, = πραγματεία, Εὐστ: Πονημάτ. 70. 62.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, ΜΑ πραγματεύομαι
ασχολία, υπόθεση, έργο («τὸ πραγμάτευμα τὸ τῶν ῥητόρων», Φιλόδ.).