πόρευσις: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_9) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πόρευσις''': ἡ, = [[πορεία]], Πλάτ. Ὅροι 411Α, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΓϳ, 14). | |lstext='''πόρευσις''': ἡ, = [[πορεία]], Πλάτ. Ὅροι 411Α, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΓϳ, 14). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Α [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> [[πορεία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μετάβαση]] σε μία [[κατάσταση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = πορεία, γένεσις π. εἰς τὸ εἶναι Pl.Def.411a, cf. LXXGe.33.14.
German (Pape)
[Seite 682] ἡ, = πορεία, Sp., wie Schol. Lycophr. 11; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
πόρευσις: ἡ, = πορεία, Πλάτ. Ὅροι 411Α, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΓϳ, 14).
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α πορεύω
1. πορεία
2. μτφ. μετάβαση σε μία κατάσταση.