πρᾶγος: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(SL_2) |
(33) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>πρᾱγος</b> = [[πρᾶγμα]]. διψῇ δὲ [[πρᾶγος]] [[ἄλλο]] μὲν [[ἄλλου]] <br /> <b>1</b> [[different]] actions [[seek]] [[different]] rewards (N. 3.6) π]ραγεσιν[ Δ. . 21. θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν [[πρᾶγος]] fr. 108a. 2. | |sltr=<b>πρᾱγος</b> = [[πρᾶγμα]]. διψῇ δὲ [[πρᾶγος]] [[ἄλλο]] μὲν [[ἄλλου]] <br /> <b>1</b> [[different]] actions [[seek]] [[different]] rewards (N. 3.6) π]ραγεσιν[ Δ. . 21. θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν [[πρᾶγος]] fr. 108a. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άγεος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> ποιητ. τ. του <i>πρᾱγμα</i><br /><b>2.</b> τα πράγματα, οι πολιτικές υποθέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρᾱγ</i>- του [[πράττω]] με σιγμόληκτο σχηματισμό]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό, poet. for πρᾶγμα, Pi.N.3.6, Fr.108, A.Th.861 (anap.), Pers.248 (troch.), S.Ichn.74, Ar.Av.112, Lys.706 (paratrag.). 2 = πράγματα, state-affairs, A.Th.2.
German (Pape)
[Seite 693] ους, τό, poet. statt πρᾶγμα; Pind. N. 3, 6; oft bei Tragg., wie Aesch. Spt. 785 Pers. 244; Soph. Ai. 21. 343; auch Ar. Av. 112 Lys. 706; einzeln bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾶγος: -εος, τό, ποιητ. ἀντὶ πρᾶγμα, Πινδ. Ν. 3. 10, Ἀποσπ. 75, Αἰσχύλ. Θήβ. 861, Πέρσ. 248, Σοφ., κτλ.· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 112, Λυσ. 706. 2) = πράγματα, ὑποθέσεις πολιτικαί, Αἰσχύλ. Θήβ. 2.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 c. πρᾶγμα;
2 les affaires de l’État.
Étymologie: cf. πράσσω.
English (Slater)
πρᾱγος = πρᾶγμα. διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου
1 different actions seek different rewards (N. 3.6) π]ραγεσιν[ Δ. . 21. θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 2.
Greek Monolingual
-άγεος, τὸ, Α
1. ποιητ. τ. του πρᾱγμα
2. τα πράγματα, οι πολιτικές υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρᾱγ- του πράττω με σιγμόληκτο σχηματισμό].