πραγματίας: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_19)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πραγμᾰτίας''': -ου, ὁ, «ὁ πράγματα καὶ ἀηδίας παρέχων» Α. Β. 58. 7.
|lstext='''πραγμᾰτίας''': -ου, ὁ, «ὁ πράγματα καὶ ἀηδίας παρέχων» Α. Β. 58. 7.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[κοπιαστικός]], [[κουραστικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λόγος]] [[πραγματίας]]» — [[λόγος]] που προκαλεί [[ενόχληση]] και [[δυσαρέσκεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i><br />(<b>πρβλ.</b> <i>τραυματ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτίας Medium diacritics: πραγματίας Low diacritics: πραγματίας Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: pragmatías Transliteration B: pragmatias Transliteration C: pragmatias Beta Code: pragmati/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A tiresome, λόγος Com.Adesp.894.

German (Pape)

[Seite 693] ὁ, der viel zu thun macht, λόγος, B. A. 58 erkl. ὁ πράγματα καὶ ἀηδίας παρέχων.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμᾰτίας: -ου, ὁ, «ὁ πράγματα καὶ ἀηδίας παρέχων» Α. Β. 58. 7.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. κοπιαστικός, κουραστικός
2. φρ. «λόγος πραγματίας» — λόγος που προκαλεί ενόχληση και δυσαρέσκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + κατάλ. -ίας
(πρβλ. τραυματ-ίας)].