προδρομή: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />course en avant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δραμεῖν]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />course en avant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δραμεῖν]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> το να τρέχει [[κανείς]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αιφνίδια [[επίθεση]], [[έφοδος]] («προύτρεχεν ἀπὸ τοῡ δένδρου... δύο ή [[τρία]] βήματα... ἐφ' ἑκάστης δὲ προδρομῆς [[πλέον]] ἢ [[δέκα]] ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ζωηρή φραστική [[επίθεση]], έντονο [[ξέσπασμα]] με [[λόγια]] («τὰς σὰς προδρομὰς τοῡ λόγου», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δρομή]] (<span style="color: red;"><</span> [[δραμεῖν]], απρμφ. αορ. του [[τρέχω]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>δρεμ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἔδραμον]], που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπι</i>-[[δρομή]], <i>παρα</i>-[[δρομή]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A running forward: sally, sudden attack, X.An.4.7.10: metaph., αἱ σαὶ π. τοῦ λόγου your lively sallies, Pl.Alc.1.114a.
German (Pape)
[Seite 717] ἡ, das Vorlaufen, Xen. An. 4, 7, 10; λόγου, Plat. Alc. I, 114 a.
Greek (Liddell-Scott)
προδρομή: ἡ, τὸ τρέχειν πρὸς τὰ ἐμπρός, προὔτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ἢ τρία βήματα... ἐφ’ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἅμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο Ξεν. Ἀν. 4. 7, 10· μεταφορ., αἱ σαὶ πρ. τοῦ λόγου, αἱ ζωηραὶ ἔφοδοι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Α.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
course en avant.
Étymologie: πρό, δραμεῖν.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός
2. (κατ' επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῡ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ' ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.)
3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο ξέσπασμα με λόγια («τὰς σὰς προδρομὰς τοῡ λόγου», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αορ. του τρέχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δρεμ- (πρβλ. ἔδραμον, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα), πρβλ. ἐπι-δρομή, παρα-δρομή].