προενίσταμαι: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_14) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προενίσταμαι''': μέσ., ἐνίσταμαι, [[ἀντιλέγω]] πρότερον, Ἀριστ. π. Σοφιστ, Ἐλέγχ. 15. 8· οὕτω ῥηματ. ἐπίθετ. [[προενστατέον]], [[αὐτόθι]], 17, 19. | |lstext='''προενίσταμαι''': μέσ., ἐνίσταμαι, [[ἀντιλέγω]] πρότερον, Ἀριστ. π. Σοφιστ, Ἐλέγχ. 15. 8· οὕτω ῥηματ. ἐπίθετ. [[προενστατέον]], [[αὐτόθι]], 17, 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἐνίσταμαι]]<br />[[προβάλλω]] [[ένσταση]] [[προηγουμένως]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
Med.,
A object beforehand, Arist. SE174b30.
German (Pape)
[Seite 720] vorher einwerfen; Arist. soph. el. 15, 8; προενστατέον, ib. 17.
Greek (Liddell-Scott)
προενίσταμαι: μέσ., ἐνίσταμαι, ἀντιλέγω πρότερον, Ἀριστ. π. Σοφιστ, Ἐλέγχ. 15. 8· οὕτω ῥηματ. ἐπίθετ. προενστατέον, αὐτόθι, 17, 19.