προήκω: Difference between revisions

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> être avancé, s’avancer ; <i>fig.</i> προήκειν καθ’ ἡλικίαν PLUT avancer en âge ; ἀξιώματι THC en dignité ; [[ἐς]] [[τοῦτο]] DÉM être avancé à ce point;<br /><b>2</b> l’emporter par, être considéré pour.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἥκω]].
|btext=<b>1</b> être avancé, s’avancer ; <i>fig.</i> προήκειν καθ’ ἡλικίαν PLUT avancer en âge ; ἀξιώματι THC en dignité ; [[ἐς]] [[τοῦτο]] DÉM être avancé à ce point;<br /><b>2</b> l’emporter par, être considéré pour.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἥκω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἥκω]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]], [[υπερέχω]] («γένει τε οὐδενὸς ἐνδεὴς χρήμασί τε προήκων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> έχω προχωρήσει, έχω φθάσει («ἔχειν ἡλικίαν [[πλέον]] προήκουσαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω εξέλθει («τοῡ δωματίου προήκων», Ηλιόδ.)<br /><b>4.</b> απλώνομαι [[πέρα]] από [[κάτι]], εκτείνομαι («[[προήκω]] τῆς ἄρκυος, <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προήκω Medium diacritics: προήκω Low diacritics: προήκω Capitals: ΠΡΟΗΚΩ
Transliteration A: proḗkō Transliteration B: proēkō Transliteration C: proiko Beta Code: proh/kw

English (LSJ)

   A to have gone before, be the first, ἀξιώσει Th.2.34; χρήμασι X.HG7.1.23; χρόνῳ τῶν ἄλλων S.E.M.9.1; τοῖς χρόνοις ib.1.204.    2 to have advanced, π. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu.513; τὴν ἡλικίαν LXX 4 Ma.5.4; ἡλικίᾳ D.C.58.27; καθ' ἡλικίαν Plu.Alc.13; also, ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν Arist.Pol.1336b18(s.v.l.); [ὁρῶ] τὰ πράγματ' εἰς τοῦτο προήκοντα have come to this pass, D.3.1; of Time, τῆς ἡμέρας προηκούσης Plu.Brut.15; also ἐπὶ προηκούσῃ τῇ πραγματείᾳ as my work proceeds, Gal.2.573.    II to have come forth, τοῦ δωματίου Hld.5.2.    III reach beyond, τῆς ἄρκυος X.Cyn.10.7; extend in length, Gal.5.228.

German (Pape)

[Seite 723] (s. ἥκω), vorgehen, vorrücken; προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας, Ar. Nubb. 513; u. so vom Alter, καθ' ἡλικίαν προήκων, Plut. Alc. 13 u. a. Sp., auch absolut; aber auch προήκειν ἀξιώματι, Thuc. 2, 34, wie χρήμασι, Xen. Hell. 7, 1, 23; δόξῃ, Plut. Cat. min. 14, wie προέ χω, Dem. 3, 1 vrbdt ὁρῶ τὰ πρἀγματα εἰς τοῦτο προήκοντα, es ist so weit gekommen.

Greek (Liddell-Scott)

προήκω: προέχω, ὑπερέχω, ἀξιώσει Θουκ. 2. 34. χρήμασι Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 23· χρόνῳ τῶν ἄλλων Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. Μ. 9. 1· τοῖς χρόνοις αὐτόθι 1. 204. 2) ἔχω προχωρήσῃ, πρ. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ἀριστοφ. Νεφ. 513· ἡλικίᾳ Δίων Κ. 58. 27· καθ’ ἡλικίαν Πλουτ. Ἀλκ. 13· ὡσαύτως, ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 10· εἰς τοῦτο πρ., ἔχει φθάσῃ εἰς τοῦτο τὸ σημεῖον, Δημ. 28. 5· ἐπὶ χρόνου, τῆς ἡμέρας προηκούσης Πλουτ. Βροῦτ. 15. ΙΙ. ἔχω προχωρήσῃ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἔχω ἐξέλθῃ, τοῦ δωματίου Ἡλιόδ. 5. 2. ΙΙΙ. ἐκτείνομαι πέραν τινός, τῆς ἄρκυος Ξεν. Κυν. 10, 7.

French (Bailly abrégé)

1 être avancé, s’avancer ; fig. προήκειν καθ’ ἡλικίαν PLUT avancer en âge ; ἀξιώματι THC en dignité ; ἐς τοῦτο DÉM être avancé à ce point;
2 l’emporter par, être considéré pour.
Étymologie: πρό, ἥκω.

Greek Monolingual

Α ἥκω
1. είμαι ανώτερος, υπερέχω («γένει τε οὐδενὸς ἐνδεὴς χρήμασί τε προήκων», Ξεν.)
2. έχω προχωρήσει, έχω φθάσει («ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν», Αριστοτ.)
3. έχω εξέλθει («τοῡ δωματίου προήκων», Ηλιόδ.)
4. απλώνομαι πέρα από κάτι, εκτείνομαι («προήκω τῆς ἄρκυος, Ξεν.).