προκαταθήγω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(6_20)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκαταθήγω''': προακονῶ, «προκαταθήγεσθαι· προακονᾶσθαι» Ἡσύχ.
|lstext='''προκαταθήγω''': προακονῶ, «προκαταθήγεσθαι· προακονᾶσθαι» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ακονίζω]] [[κάτι]] από [[μπροστά]] ή εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταθήγω]] «[[τροχίζω]], [[ακονίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταθήγω Medium diacritics: προκαταθήγω Low diacritics: προκαταθήγω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΘΗΓΩ
Transliteration A: prokatathḗgō Transliteration B: prokatathēgō Transliteration C: prokatathigo Beta Code: prokataqh/gw

English (LSJ)

   A sharpen at the point before, Hsch. (Pass.).

German (Pape)

[Seite 728] vorn od. vorher schärfen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταθήγω: προακονῶ, «προκαταθήγεσθαι· προακονᾶσθαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
ακονίζω κάτι από μπροστά ή εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταθήγω «τροχίζω, ακονίζω»].