προσάνειμι: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=monter jusqu’à.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἄνειμι]]².
|btext=monter jusqu’à.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἄνειμι]]².
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανέρχομαι]], [[ανεβαίνω]] [[ακόμη]] πιο πολύ<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προσανιοῡσα [[πόλις]]» — [[πόλη]] που βρίσκεται σε [[ανωφέρεια]], σε [[πλαγιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνειμι]] «[[τραβώ]] [[προς]] τα [[πάνω]], [[ανεβαίνω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάνειμι Medium diacritics: προσάνειμι Low diacritics: προσάνειμι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΕΙΜΙ
Transliteration A: prosáneimi Transliteration B: prosaneimi Transliteration C: prosaneimi Beta Code: prosa/neimi

English (LSJ)

(εἶμι

   A ibo) go up to, Th.7.44, D.C.56.13; προσανιοῦσα πόλις a city lying on an ascent, Poll.9.20.

German (Pape)

[Seite 750] (s. εἶμι), dazu hinausgehen; Thuc. 7, 44, D. Cass. 56, 13.

Greek (Liddell-Scott)

προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἀνέρχομαι πρός..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα πόλις, προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, Πολυδ. Θ΄ 20.

French (Bailly abrégé)

monter jusqu’à.
Étymologie: πρός, ἄνειμι².

Greek Monolingual

Α
1. ανέρχομαι, ανεβαίνω ακόμη πιο πολύ
2. φρ. «προσανιοῡσα πόλις» — πόλη που βρίσκεται σε ανωφέρεια, σε πλαγιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄνειμι «τραβώ προς τα πάνω, ανεβαίνω»].