προσαμφιέννυμι: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire revêtir, τινά [[τι]] qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀμφιέννυμι]]. | |btext=faire revêtir, τινά [[τι]] qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀμφιέννυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[ντύνω]] κάποιον επιπροσθέτως («ἐγὼ γὰρ αὐτὸν προσαμφιῶ [[τοδί]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμφιέννυμι]] «[[περιβάλλω]] κάποιον με [[κάτι]], [[ντύνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. fut. -αμφιῶ,
A put on over, τινά τι Ar.Eq.891.
German (Pape)
[Seite 748] (s. ἕννυμι), noch dazu od. darüber anziehen, τινά τι, Ar. Equ. 888.
Greek (Liddell-Scott)
προσαμφιέννῡμι: μέλλ. Ἀττικ. -αμφιῶ, ἀμφιέννυμι ἐπὶ πλέον, τινά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 891. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσαμφιῶ, πρὸς οἷς ἔχει ἐνδύσω».
French (Bailly abrégé)
faire revêtir, τινά τι qch à qqn.
Étymologie: πρός, ἀμφιέννυμι.
Greek Monolingual
Α
ντύνω κάποιον επιπροσθέτως («ἐγὼ γὰρ αὐτὸν προσαμφιῶ τοδί», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμφιέννυμι «περιβάλλω κάποιον με κάτι, ντύνω»].