προσκατανέμω: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=distribuer <i>ou</i> assigner en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κατανέμω]].
|btext=distribuer <i>ou</i> assigner en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κατανέμω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[κατανέμω]]<br /><b>1.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] επί [[πλέον]] («δευτέραν προσκατένειμε βουλὴν ἀπό φυλῆς ἑκάστης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απονέμω]] επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> [[δίνω]] επί [[πλέον]] ως ανάλογο [[μερίδιο]], [[διαμοιράζω]], [[διανέμω]] («τὴν Καμπανίαν... προσκατανέμοντα τοῑς ἀπόροις καὶ πένησιν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκατανέμω Medium diacritics: προσκατανέμω Low diacritics: προσκατανέμω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΝΕΜΩ
Transliteration A: proskatanémō Transliteration B: proskatanemō Transliteration C: proskatanemo Beta Code: proskatane/mw

English (LSJ)

   A allot or assign besides, δευτέραν βουλήν Plu.Sol.19; τὴν Καμπανίαν τοῖς ἀπόροις Id.Cat.Mi.33, cf. D.C.51.4.

German (Pape)

[Seite 768] (s. νέμω), zutheilen, Plut. Sol. 19 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατανέμω: ἀπονέμω προσέτι, Πλουτ. Σόλων 19· Καμπανίαν τοῖς πένησιν Κάτων Νεώτ. 33, πρβλ. Κ. 51. 4.

French (Bailly abrégé)

distribuer ou assigner en outre.
Étymologie: πρός, κατανέμω.

Greek Monolingual

Α κατανέμω
1. παρέχω, χορηγώ επί πλέον («δευτέραν προσκατένειμε βουλὴν ἀπό φυλῆς ἑκάστης», Πλούτ.)
2. απονέμω επί πλέον
3. δίνω επί πλέον ως ανάλογο μερίδιο, διαμοιράζω, διανέμω («τὴν Καμπανίαν... προσκατανέμοντα τοῑς ἀπόροις καὶ πένησιν», Πλούτ.).