πρόσκτητος: Difference between revisions

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
(6_17)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσκτητος''': -ον, ὁ [[προσέτι]] κτηθείς, Ἡρῳδιαν. 1. 5, 13.
|lstext='''πρόσκτητος''': -ον, ὁ [[προσέτι]] κτηθείς, Ἡρῳδιαν. 1. 5, 13.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΝΑ [[προσκτῶμαι]]<br />αυτός που αποκτήθηκε επί [[πλέον]] ή [[μετέπειτα]], [[επίκτητος]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσκτητος Medium diacritics: πρόσκτητος Low diacritics: πρόσκτητος Capitals: ΠΡΟΣΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: prósktētos Transliteration B: prosktētos Transliteration C: prosktitos Beta Code: pro/skthtos

English (LSJ)

ον,

   A acquired, opp. inherited, ἀρχή Hdn.1.5.5.

German (Pape)

[Seite 771] noch dazu erworben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκτητος: -ον, ὁ προσέτι κτηθείς, Ἡρῳδιαν. 1. 5, 13.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ προσκτῶμαι
αυτός που αποκτήθηκε επί πλέον ή μετέπειτα, επίκτητος.