πρόσοψη: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(35) |
(No difference)
|
Revision as of 12:23, 29 September 2017
Greek Monolingual
η / πρόσοψις, -όψεως, ΝΜΑ ὄψις
νεοελλ.
1. η πρόσθια όψη αντικειμένου και, ιδίως, οικοδομήματος, όπου βρίσκεται και η κύρια είσοδός του
2. φρ. «θα σού χαλάσω την πρόσοψη»
(διαλ.) θα σού καταστρέψω το πρόσωπο
μσν.-αρχ.
το πρόσωπο («σὴν πρόσοψιν εἰσιδεῑν», Σοφ.)
αρχ.
1. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση ενός αντικειμένου
2. κοίταγμα, θέαση («εἰς πρόσοψιν τῆς ἐμῆς ἐλθὼν ἐγὼ γυναικός», Ευρ.)
3. καθετί που βλέπει ή παρατηρεί κανείς με προσοχή, θέα («ξενίζουσαν ἅμα καὶ καταπληκτικὴν συνέβαινε γίγνεσθαι τὴν πρόσοψιν», Πολ.)
4. πιθ. επαγρύπνηση, προσοχή.