προσσύρω: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(6_3)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσσύρω''': [ῡ], [[σύρω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, προσσύρουσι... τὰ σκέλη Γαλην. τ. 6, 155, 11.
|lstext='''προσσύρω''': [ῡ], [[σύρω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, προσσύρουσι... τὰ σκέλη Γαλην. τ. 6, 155, 11.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[σύρω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ή [[σύρω]] [[κάτι]] [[προς]] τον εαυτό μου<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσσύρομαι</i><br />σύρομαι [[προς]] μια [[κατεύθυνση]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσύρω Medium diacritics: προσσύρω Low diacritics: προσσύρω Capitals: ΠΡΟΣΣΥΡΩ
Transliteration A: prossýrō Transliteration B: prossyrō Transliteration C: prossyro Beta Code: prossu/rw

English (LSJ)

[ῡ],

   A drag on or along, τὰ σκέλη Gal.6.155.

Greek (Liddell-Scott)

προσσύρω: [ῡ], σύρω πρὸς τὰ ἐμπρός, προσσύρουσι... τὰ σκέλη Γαλην. τ. 6, 155, 11.

Greek Monolingual

Α
1. σύρω κάτι προς τα εμπρός ή σύρω κάτι προς τον εαυτό μου
2. μέσ. προσσύρομαι
σύρομαι προς μια κατεύθυνση.