πρόσπνευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(6_21)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσπνευμα''': τό, [[ὁρμή]], [[θυμός]], [[ὀργή]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. πνεύσας, [[ἔνθα]] «προσπνεύματι = ὀργίλως».
|lstext='''πρόσπνευμα''': τό, [[ὁρμή]], [[θυμός]], [[ὀργή]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. πνεύσας, [[ἔνθα]] «προσπνεύματι = ὀργίλως».
}}
{{grml
|mltxt=-εύματος, τὸ, Α [[προσπνέω]]<br />[[ενθουσιασμός]], [[ορμή]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσπνευμα Medium diacritics: πρόσπνευμα Low diacritics: πρόσπνευμα Capitals: ΠΡΟΣΠΝΕΥΜΑ
Transliteration A: próspneuma Transliteration B: prospneuma Transliteration C: prospnevma Beta Code: pro/spneuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A inspiration, Plb.Fr.202.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσπνευμα: τό, ὁρμή, θυμός, ὀργή, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. πνεύσας, ἔνθα «προσπνεύματι = ὀργίλως».

Greek Monolingual

-εύματος, τὸ, Α προσπνέω
ενθουσιασμός, ορμή.