προσχώνω: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(35) |
(No difference)
|
Revision as of 12:23, 29 September 2017
Greek Monolingual
προσχώννυμι και προσχωννύω και προσχῶ, -όω, ΝΑ
1. επισωρεύω χώμα πάνω σε κάτι, επιχωματώνω
2. (ιδίως για ποταμό) αποθέτω κάπου ιλύ και σχηματίζω νεα χέρσο ή επαυξάνω τη χέρσο που προϋπήρχε («τῶν... ταῡτα τὰ χωρία προσχωσάντων ποταμῶν», Ηρόδ.)
3. συσσωρεύω
μσν.-αρχ.
ρίχνω χώμα πάνω σε κάτι
αρχ.
1. αποφράσσω ή γεμίζω κάτι με συσσώρευση ιλύος («ἡ θάλασσα ἐξηραίνετο προσχουμένη», Αριστοτ.)
2. κατασκευάζω πρόχωμα με συσσώρευση χώματος
3. σχηματίζω προβλήτα.