πρυμνόθεν: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' [[πρυμνός]], -θεν. | |btext=<i>adv.</i><br />de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' [[πρυμνός]], -θεν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από την [[πρύμνη]] του πλοίου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ολοσχερώς, παντελώς («πόλιν [[πρυμνόθεν]] πανώλεθρον», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A = πρύμνηθεν, A.R.4.911, Arat. 343, etc. II from the bottom: hence, utterly, root and branch, ὀλλύναι A.Th.71,1061 (anap.).
German (Pape)
[Seite 801] adv., = πρύμνηθεν, vom Schiffshintertheil od. von hinten her; auch wie πρεμνόθεν, von Grund aus, Οἰδίποδα γένος ὠλέσατε πρυμνόθεν Aesch. Spt. 1048, μὴ πόλιν πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε 71.
Greek (Liddell-Scott)
πρυμνόθεν: Ἐπίρρ., = πρύμνηθεν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 911, Ἄρατ. 343, κτλ. ΙΙ. ἀπὸ τοῦ πυθμένος, ὅθεν ὡς τὸ Λατ. funditus, ὁλοσχερῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς, πρόρριζα, ὀλλύναι, κτλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 71, 1056, πρβλ. πρυμνός, πρύμνα ΙΙ· οὐδεμία δὲ ἀνάγκη νὰ ἀναγνώσωμεν πρέμνοθεν κατὰ τὸν Blomf.
French (Bailly abrégé)
adv.
de fond en comble.
Étymologie: πρυμνός, -θεν.
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ.
1. από την πρύμνη του πλοίου
2. μτφ. ολοσχερώς, παντελώς («πόλιν πρυμνόθεν πανώλεθρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + συνδετικό φωνήεν -ο- + επιρρμ. κατάλ. -θεν].