πτωχότης: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(6_11)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτωχότης''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[πτωχός]], Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 21, 33.
|lstext='''πτωχότης''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[πτωχός]], Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 21, 33.
}}
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, Μ [[πτωχός]]<br />η [[ιδιότητα]], η [[κατάσταση]] του φτωχού, η [[φτώχεια]].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχότης Medium diacritics: πτωχότης Low diacritics: πτωχότης Capitals: ΠΤΩΧΟΤΗΣ
Transliteration A: ptōchótēs Transliteration B: ptōchotēs Transliteration C: ptochotis Beta Code: ptwxo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A poverty, dub. in Ostr.Strassb.794.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχότης: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ πτωχός, Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 21, 33.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Μ πτωχός
η ιδιότητα, η κατάσταση του φτωχού, η φτώχεια.