πώλευμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(6_21)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πώλευμα''': τό, [[πῶλος]], [[νέος]] [[ἵππος]], [[μήτε]] ἀποσβεννύντες τὸν θυμὸν τῶν πωλευμάτων κτλ. Μάξ. Τύρ. 7. 8.
|lstext='''πώλευμα''': τό, [[πῶλος]], [[νέος]] [[ἵππος]], [[μήτε]] ἀποσβεννύντες τὸν θυμὸν τῶν πωλευμάτων κτλ. Μάξ. Τύρ. 7. 8.
}}
{{grml
|mltxt=-εύματος, τὸ, Α [[πωλεύω]]<br />[[πουλάρι]] δαμασμένο και γυμνασμένο να τρέχει.
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώλευμα Medium diacritics: πώλευμα Low diacritics: πώλευμα Capitals: ΠΩΛΕΥΜΑ
Transliteration A: pṓleuma Transliteration B: pōleuma Transliteration C: polevma Beta Code: pw/leuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A colt, Max.Tyr.7.8.

German (Pape)

[Seite 827] τό, das gebändigte, abgerichtete, zugerittene junge Pferd od. Thier übh., Max. Tyr. 7, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πώλευμα: τό, πῶλος, νέος ἵππος, μήτε ἀποσβεννύντες τὸν θυμὸν τῶν πωλευμάτων κτλ. Μάξ. Τύρ. 7. 8.

Greek Monolingual

-εύματος, τὸ, Α πωλεύω
πουλάρι δαμασμένο και γυμνασμένο να τρέχει.