ῥαιβηδόν: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(6_6) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥαιβηδόν''': Ἐπίρρ., (ῥαιβὸς) [[διεστραμμένως]], πλαγίως, Ἐτυμ. Μέγ. 701. 12. | |lstext='''ῥαιβηδόν''': Ἐπίρρ., (ῥαιβὸς) [[διεστραμμένως]], πλαγίως, Ἐτυμ. Μέγ. 701. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> όπως ο [[ραιβός]], με τον τρόπο του ραιβού, πλαγίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥαιδός</i> «[[καμπύλος]], [[κυρτός]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δαθμ</i>-<i>ηδόν</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (ῥαιβός)
A as if crooked, Euph.20.
German (Pape)
[Seite 832] wie krumm, E. M. 701, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαιβηδόν: Ἐπίρρ., (ῥαιβὸς) διεστραμμένως, πλαγίως, Ἐτυμ. Μέγ. 701. 12.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. όπως ο ραιβός, με τον τρόπο του ραιβού, πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιδός «καμπύλος, κυρτός» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. δαθμ-ηδόν)].