ῥηνικός: Difference between revisions

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source
(6_11)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥηνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς [[πρόβατον]], Ἱππ. 1155Ε, κτλ.
|lstext='''ῥηνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς [[πρόβατον]], Ἱππ. 1155Ε, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[αρνί]], αρνήσιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ῥήν</i>].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηνικός Medium diacritics: ῥηνικός Low diacritics: ρηνικός Capitals: ΡΗΝΙΚΟΣ
Transliteration A: rhēnikós Transliteration B: rhēnikos Transliteration C: rinikos Beta Code: r(hniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a sheep, Hp.Epid.5.58, etc.

German (Pape)

[Seite 840] vom Schaaf, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥηνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατον, Ἱππ. 1155Ε, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αρνί, αρνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥήν].