ρυάδα: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
(36)
(No difference)

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Greek Monolingual

η / ῥυάς, -άδος, ὁ, ἡ, το, ΝΜΑ
το θηλ. ως ουσ. η ρυάδα και ῥυάς
νόσος τών οφθαλμών που προκαλεί συνεχή, παθολογική ροή δακρύων
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. α) ασθένεια του τριχωτού της κεφαλής, τριχόπτωση
β) ασθένεια τών αμπελιών που προκαλεί πτώση τών ρωγών
αρχ.
ως επίθ.
1. πλαδαρός, σαν να είναι ρευστός («σώματος ῥυάδος γενομένου», Αριστοτ.)
2. αυτός που αποβάλλει κάτι, που του πέφτουν τα φύλλα ή οι τρίχες («ῥυὰς ἄμπελος», Θεόφρ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ουρητική σύριγγα, καθετήρας
4. (το θηλ. ως ουσ. στον πληθ.) αἱ ῥυάδες
κοπάδια ψαριών που τα παρασύρουν τα ρεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. μαιν-άς, -άδος)].