ῥυτίς: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(36) |
(36) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ρυτίδα]]. | |mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ρυτίδα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εως, ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ῥύσις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Aeol. βρῠτίς (q.v.),
A pucker, wrinkle, Ar.Pl.1051, Pl. Smp.190e, 191a.
German (Pape)
[Seite 854] ίδος, ἡ, die Runzel, Falte, die einen Körper zusammenzieht; ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔκκαιρος μήλων, Ep. ad. 60 (XI, 417); u. in Prosa, Plat. Conv. 190 e, λεαίνειν ῥυτίδας 191 a, u. Sp., wie Plut. – [Υ ist erst von Greg. Naz. lang gebraucht, s. Jac. A. P. p. 726.]
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠτίς: -ίδος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, κυρίως τοῦ προσώπου, κοινῶς «ζαρωματιά» ἢ «ζαρωμάδα», Λατ. ruga, ὦ Ποντοπόσειδον καὶ θεοί πρεσβυτικοί, ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει Ἀριστοφ. Πλ. 1051· τὰς ἄλλας ῥυτίδας τὰς πολλὰς ἐξελείαινε Πλάτ. Συμπ. 190Ε· τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας αὐτόθι 191Α. [Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ *ῥύω (ἴδε ῥύομαι)· ἀλλ’ ἔχει ῠ, πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Γρηγ. Ναζ., ἴδε Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 726].
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
pli de la peau, ride.
Étymologie: ῥύομαι.
English (Strong)
from ῥύομαι; a fold (as drawing together), i.e. a wrinkle (especially on the face): wrinkle.
Greek Monolingual
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. ῥύσις.