ῥωπογραφία: Difference between revisions

From LSJ

Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.

Source
(Bailly1_4)
(36)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />peinture de menus objets, <i>particul.</i> de paysages.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῶπος]], [[γράφω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />peinture de menus objets, <i>particul.</i> de paysages.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῶπος]], [[γράφω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η / [[ῥωπογραφία]], ΝΑ [[ῥωπογράφος]] (Ι)]<br />ζωγραφική [[εικόνα]] που παριστάνει κοινά και ανάξια λόγου αντικείμενα και για την οποία έχουν χρησιμοποιηθεί ευτελή χρώματα.———————— <b>(II)</b><br />η / [[ῥωπογραφία]], ΝΑ [[ῥωπογράφος]] (ΙΙ)]<br />ζωγραφική [[εικόνα]] η οποία παριστάνει θάμνους ή καρπούς.
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωπογρᾰφία Medium diacritics: ῥωπογραφία Low diacritics: ρωπογραφία Capitals: ΡΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: rhōpographía Transliteration B: rhōpographia Transliteration C: ropografia Beta Code: r(wpografi/a

English (LSJ)

ἡ, '

   A artificial prettiness' of scenery, Cic.Att.15.16b.

German (Pape)

[Seite 855] ἡ, 1) die Malerei eines ῥωπογράφος, Gemälde von kleinen, gemeinen Gegenständen mit schlechten Farben. – 2) Gebüsch -od. Landschaftsmalerei, E. M.; vgl. Cic. Att. 15, 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
peinture de menus objets, particul. de paysages.
Étymologie: ῥῶπος, γράφω.

Greek Monolingual

(I)
η / ῥωπογραφία, ΝΑ ῥωπογράφος (Ι)]
ζωγραφική εικόνα που παριστάνει κοινά και ανάξια λόγου αντικείμενα και για την οποία έχουν χρησιμοποιηθεί ευτελή χρώματα.———————— (II)
η / ῥωπογραφία, ΝΑ ῥωπογράφος (ΙΙ)]
ζωγραφική εικόνα η οποία παριστάνει θάμνους ή καρπούς.