σαρκοθλάστης: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883
(36)
(No difference)

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, Ν
χειρουργικό εργαλείο, όμοιο με λαβίδα, το οποίο χρησιμοποιείται για την θλάση μαλακών μορίων που πρόκειται να αποκοπούν, αλλ. σαρκοτρίπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + -θλάστης (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. οστεο-θλάστης.